- ιγμορίτιδα
- Φλεγμονή του βλεννογόνου που επενδύει τις κοιλότητες των ιγμορείων κόλπων, δηλαδή των παραρινικών κόλπων. Οι τελευταίοι διακρίνονται στους μετωπιαίους, στους ηθμοειδείς, στους σφηνοειδείς και στους γναθιαίους κόλπους. Προσβάλλει σπάνια παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών. Η ι. μπορεί να είναι οξεία, χρόνια ή υποτροπιάζουσα. Η πρώτη εμφανίζεται σχεδόν ξαφνικά, η δεύτερη μπορεί να περάσει αρχικά απαρατήρητη, ενώ η τρίτη εμφανίζεται σε έδαφος χρόνιας ι. Τα ιγμόρεια επικοινωνούν με τις ρινικές κοιλότητες και περιέχουν αέρα· έτσι, η μικροβιακή χλωρίδα μπορεί να γίνει παθογόνος υπό ορισμένες συνθήκες, προκαλώντας μικροβιακή φλεγμονή ή μικροβιακή επιπλοκή ιογενούς φλεγμονής της περιοχής. Οι μικροβιακοί παράγοντες μπορεί να φτάσουν στα ιγμόρεια άντρα αιματογενώς, καθώς και με επέκταση φλεγμονής γειτονικών ιστών. Αρχικά ο βλεννογόνος είναι υπεραιμικός και εμφανίζεται ορρώδης, γρήγορα όμως μπορεί να γίνει πυώδης· η κλινική εκδήλωση της νόσου χαρακτηρίζεται κυρίως από άλγος και από αίσθημα βάρους ή πίεσης στην περιοχή που έχει προσβληθεί, πυώδες έκκριμα (συνήθως ρινικό) και πιθανόν πυρετό. Στη διάγνωση βοηθά η ακτινογραφία των ιγμορείων κόλπων και η μικροβιολογική εξέταση του εκκρίματος. Η θεραπευτική αγωγή είναι συνήθως συντηρητική, με χορήγηση αποσυμφορητικών, αντιβιοτικών και παυσίπονων-αντιπυρετικών. Σε μερικές περιπτώσεις είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση.
* * *η [ιγμόρειος]η οξεία ή χρόνια μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη φλεγμονή τών ιγμόρειων άντρων.
Dictionary of Greek. 2013.